22.2.11

φτηνά τσιγάρα

Χόμπι (το) [ακλ.] η ερασιτεχνική ενασχόληση κάποιου με κάτι, που του δίνει μεγάλη ευχαρίστηση, συχνά ως διέξοδος από την κούραση και την καθημερινότητα: έχει ~ να συλλέγει νομίσματα
[ΕΤΥΜ. (αγγλ. hobby, που αρχικώς αναφερόταν σε ράτσα μικρού αλόγου, (hobbin, χαιδευτ. του κυρ. ον. Robin. Κατά τον 16ο αι. στην Αγγλία η λ. δήλωσε ένα είδος μπαστουνιού με λαβή σχήματος κεφαλής αλόγου, το οποίο χρησίμευε σε παιγνίδια. Η σημερινή σημ. απαντά από τον 17ο αι.]

Χομπίστας (ο) Η σημασία της λ. Χομπίστας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μπερδεύεται με την έννοια του "ανθρώπου που έχει χόμπι" με τον κλασικό ορισμό του χόμπι ως ορίζει ο Γ. Μπαμπινιώτης άνωθεν. Ο χομπίστας είναι αυτός, ο ένας, ο μοναδικός, ο ρετρό, ο vintage, ο απόλυτα γραφικός, ο ρηξικέλευθος, ο δωρικός, αυτός που ορίζει τον πυρήνα στον "σκληροπυρηνικό", ο ντεκαπάζ, ο ρελαντί, ο τρισμέγιστος, ο τίγρης, το σαρκοβόρο εκείνο τέρας που θα δεις στον δρόμο και θα σου βγει από μόνο του "βρε, κοίτα έναν χομπίστα! Πωω είναι θεός!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου